- μωραίνομαι
- μωραίνομαι, μωράθηκα βλ. πίν. 45
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μωραίνω — (ΑΜ μωραίνω) 1. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι, μιλώ ή ενεργώ ως ανόητος, μωραίνομαι, αποβλακώνομαι, ανοηταίνω 2. (μτβ.) καθιστώ ή αποδεικνύω κάποιον ή κάτι ανόητο («μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι», ΚΔ) (μσν. αρχ.) (το παθ.) μωραίνομαι… … Dictionary of Greek
обуяю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} , (μωραίνομαι) глупею (2 Цар. 24, 10); теряю силу,… … Словарь церковнославянского языка
ηλιθιώ — ἠλιθιῶ, όω (Α) [ηλίθιος] 1. κάνω κάποιον ανόητο, ηλίθιο, διαταράσσω τις φρένες του («μὴ φρένας ὑμῶν ἠλιθιώση», Αισχύλ.) 2. παθ. ἠλιθιοῡμαι, όομαι γίνομαι ηλίθιος, μωραίνομαι, ανοηταίνω … Dictionary of Greek
μακκοώ — μακκοῶ, άω (Α) γίνομαι ανόητος, ανοηταίνω, μωραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μακκοώ καθώς και το κύριο όνομα Μακκώ (χαρακτηρισμός ανόητης γυναίκας που δεν ξέρει να μιλήσει) είναι τ. τής καθομιλουμένης (με εκφραστικό διπλό κ ) άγνωστης προέλευσης. Επίσης … Dictionary of Greek
νηπιάζω — (ΑΜ νηπιάζω) [νήπιος] 1. σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο, δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, παιδιαρίζω, ανοηταίνω, μωραίνομαι 2. έχω την απλότητα, την αθωότητα νηπίου, μικρού παιδιού αρχ. 1. (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως νήπιο («θεὸς… … Dictionary of Greek
ԱՆՀԱՄԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0179 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ձ. Նոյն ընդ անհամանալ. անհամնալ ... μωραίνομαι . որ եւ մորոսանալ. յիմարիլ. եւ անհամեստ լինել. լտ. լայնաբար ասի evanesco փճանալ. եւ infatuor, stulte ago խենդենալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԻՄԱՐԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0359 Chronological Sequence: Unknown date ձ. μωραίνομαι insanio, desipio ἑξίσταμαι obstupefio, a mente alienor եւն. Յիմար լինել. անմտանալ. շամբշիլ. ցնորիլ. ափշիլ. խենդենալ, խեւնալ. ... *Յիմարեսցին խորհուրդք նոցա, կամ իշխանք: Զանձինս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
μωραίνω — μώρανα, μωράθηκα, μωραμένος 1. κάνω κάποιον μωρό, ανόητο, αποβλακώνω: Τον μώρανε η γέννηση του γιου του. 2. το μέσ., μωραίνομαι γίνομαι μωρός, ανόητος, ξεμυαλίζομαι: Μωράθηκε από τον έρωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)